- εξώθυρα
- ηη εξωτερική θύρα, η εξωτερική είσοδος, η εξώπορτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξώθυρα — η [θύρα] η εξωτερική θύρα, η θύρα τής εισόδου … Dictionary of Greek
ξώθυρα — η η εξώθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξώθυρα, με σίγηοη τού αρκτ. άτονου ε ] … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
παραπόρτι — το / παραπόρτιον, ΝΜ μικρή πλάγια θύρα νεοελλ. 1. μικρή θύρα κοντά σε μεγάλη εξώθυρα 2. μικρή κρυφή θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πόρτα + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
Φαλκεστάιν, Κλερ — (Falkestein, Όρεγκον 1909 –). Αμερικανίδα γλύπτρια. Μετά τις πανεπιστημιακές της σπουδές στο Σαν Φραντσίσκο, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας, αφοσιώθηκε στη γλυπτική εκθέτοντας τα πρώτα της έργα σε διάφορες πόλεις της Καλιφόρνιας. Από το 1950… … Dictionary of Greek
(ε)ξώπορτα — η η εξώθυρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξώθυρα — η η εξώθυρα, η εξωτερική θύρα, είσοδος σε αυλόγυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)